- μυκτήρας
- ο (ΑΜ μυκτήρ, -ῆρος)καθεμιά από τις δύο ελλειψοειδείς οπές τής κάτω βασικής επιφάνειας της μύτης, ρουθούνι («τὴν ἀναπνοήν περιωθεῑ κατά τήν τοῡ στόματος καὶ τήν τῶν μυκτήρων δίοδον», Πλάτ.)μσν.ράμφοςαρχ.1. συνεκδ. η ρίνα, η μύτη2. η άκρη τού λύχνου που εξέχει και πάνω στην οποία τοποθετείται η θρυαλλίδα, το φιτίλι3. (για τον Σωκράτη) χλευαστής, μυκτηριστής4. χλευασμός, μυκτηρισμός, εμπαιγμός («εὔρυθμός γε καὶ πολιτικὸς ὁ μυκτήρ τοῡ συγγραφέως»)5. η προβοσκίδα τού ελέφαντα6. ο φυσητήρας τών μαλακίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυκ- τού μύσσομαι* «φυσώ τη μύτη μου» + επίθημα -τήρ (πρβλ. πρακ-τήρ, σφακ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.